Κεφάλαιο 7
1 Ήρθαν, λοιπόν, ο βασιλιάς και ο Αμάν να συμποσιάσουν μαζί με την Εσθήρ, τη βασίλισσα.
2 Και ο βασιλιάς είπε πάλι στην Εσθήρ, τη δεύτερη ημέρα, στο συμπόσιο του κρασιού: Ποιο είναι το ζήτημά σου, βασίλισσα Εσθήρ; Και θα σου δοθεί· και ποιο είναι το αίτημά σου; Και μέχρι του μισού τής βασιλείας αν ζητήσεις, θα γίνει.
3 Τότε, η βασίλισσα Εσθήρ αποκρίθηκε και είπε: Αν βρήκα χάρη μπροστά σου, βασιλιά, και αν είναι αρεστό στον βασιλιά, η ζωή μου ας μου δοθεί στο ζήτημά μου, και ο λαός μου, στο αίτημά μου·
4 επειδή, πουληθήκαμε, εγώ και ο λαός μου, σε απώλεια, σε σφαγή, και σε όλεθρο· και αν επρόκειτο να πουληθούμε ως δούλοι και δούλες, θα σιωπούσα, αν και ο εχθρός δεν μπορούσε να αναπληρώσει τη ζημιά τού βασιλιά.
5 Τότε, ο βασιλιάς Ασσουήρης αποκρίθηκε και είπε στη βασίλισσα Εσθήρ: Ποιος είναι αυτός, και πού είναι εκείνος, που τόλμησε να κάνει τέτοια πράγματα;
6 Και η Εσθήρ είπε: Ο ενάντιος και εχθρός είναι αυτός ο αχρείος Αμάν. Τότε, ταράχτηκε ο Αμάν μπροστά στον βασιλιά και στη βασίλισσα.
7 Και αφού σηκώθηκε ο βασιλιάς από το συμπόσιο του κρασιού οργισμένος, πήγε στον κήπο τού παλατιού· και ο Αμάν στάθηκε για να ζητήσει τη ζωή του από τη βασίλισσα Εσθήρ· επειδή, είδε ότι κακό ήταν αποφασισμένο εναντίον του από τον βασιλιά.
8 Και ο βασιλιάς γύρισε από τον κήπο τού παλατιού, στον οίκο τού συμποσίου τού κρασιού· και ο Αμάν ήταν πεσμένος επάνω στο κρεβάτι, επάνω στο οποίο ήταν η Εσθήρ. Και ο βασιλιάς είπε: Θέλει ακόμα και τη βασίλισσα να βιάσει μπροστά μου, μέσα στο παλάτι; Ο λόγος βγήκε από το στόμα τού βασιλιά, και σκέπασαν το πρόσωπο του Αμάν.
9 Και ο Αρβωνά, ένας από τους ευνούχους, μπροστά στον βασιλιά, είπε: Να, και το ξύλο, 50 πήχες το ύψος, που ο Αμάν έκανε για τον Μαροδοχαίο, ο οποίος μίλησε για το καλό του βασιλιά, στέκεται στο σπίτι τού Αμάν. Και ο βασιλιάς είπε: Κρεμάστε τον επάνω σ' αυτό.
10 Και κρέμασαν τον Αμάν επάνω στο ξύλο, που είχε ετοιμάσει για τον Μαροδοχαίο. Και σταμάτησε ο θυμός τού βασιλιά.