Κεφάλαιο 4
1 Και όταν ο Σαναβαλλάτ άκουσε ότι εμείς οικοδομούμε το τείχος, οργίστηκε, και αγανάκτησε πολύ, και περιγέλασε τους Ιουδαίους.
2 Και μίλησε μπροστά στους αδελφούς του και στο στράτευμα της Σαμάρειας, και είπε: Τι κάνουν αυτοί οι άθλιοι Ιουδαίοι; Θα τους αφήσουν; Θα θυσιάσουν; Θα τελειώσουν σε μια ημέρα; Θα αναζωοποιήσουν από τους σωρούς τού χώματος τις πέτρες, κι αυτές καμένες;
3 Και κοντά του ήταν ο Τωβίας, ο Αμμωνίτης· και είπε: Και αν χτίσουν, αλεπού που ανεβαίνει θα γκρεμίσει το πέτρινο τείχος τους.
4 Άκουσε, Θεέ μας· επειδή, μας χλευάζουν· και στρέψε τον ονειδισμό τους ενάντια στο κεφάλι τους, και να τους κάνεις να γίνουν λάφυρο σε γη αιχμαλωσίας·
5 και μη σκεπάσεις την ανομία τους, και η αμαρτία τους ας μη εξαλειφθεί από μπροστά σου· επειδή, ξεστόμισαν ονειδισμούς ενάντια σ' αυτούς που οικοδομούν.
6 Έτσι ανοικοδομήσαμε το τείχος· και ολόκληρο το τείχος συνδέθηκε, μέχρι το μέσον του· επειδή, ο λαός είχε καρδιά στο να εργάζεται.
7 Αλλά, όταν ο Σαναβαλλάτ, και ο Τωβίας, και οι Άραβες, και οι Αμμωνίτες, και οι Αζώτιοι, άκουσαν ότι τα τείχη της Ιερουσαλήμ επισκευάζονται, και ότι τα χαλάσματα άρχισαν να κλείνουν, οργίστηκαν υπερβολικά·
8 και όλοι μαζί συνωμότησαν νάρθουν να πολεμήσουν ενάντια στην Ιερουσαλήμ, και να της κάνουν ζημιά.
9 Κι εμείς, προσευχηθήκαμε στον Θεό μας, και στήσαμε σκοπιές εναντίον τους, ημέρα και νύχτα, έχοντας φόβο απ' αυτούς.
10 Και ο Ιούδας είπε: Η δύναμη των εργατών ατόνησε, και το χώμα είναι πολύ, κι εμείς δεν μπορούμε να οικοδομούμε το τείχος.
11 Και οι εχθροί μας, είπαν: Δεν θα μάθουν ούτε θα δουν, μέχρις ότου έρθουμε ανάμεσά τους, και τους φονεύσουμε, και σταματήσουμε το έργο.
12 Και όταν ήρθαν οι Ιουδαίοι, που κατοικούσαν κοντά τους, μας είπαν δέκα φορές: Προσέχετε απ' όλους τους τόπους, από τους οποίους επιστρέφετε σε μας.
13 Γι' αυτό, έστησα στους χαμηλότερους τόπους, πίσω από το τείχος, και στους ψηλότερους τόπους, έστησα τον λαό κατά συγγένειες, με τις ρομφαίες τους, με τις λόγχες τους, και με τα τόξα τους.
14 Και είδα, και σηκώθηκα, και είπα στους πρόκριτους, και στους προεστώτες, και στο υπόλοιπο του λαού: Μη φοβηθείτε απ' αυτούς· να θυμάστε τον Κύριο, τον μεγάλο και φοβερό, και πολεμήστε χάρη των αδελφών σας, των γιων σας, και των θυγατέρων σας, των γυναικών σας, και των σπιτιών σας.
15 Και όταν οι εχθροί μας άκουσαν ότι το πράγμα έγινε σε μας γνωστό, και ο Θεός διασκέδασε τη βουλή τους, όλοι εμείς γυρίσαμε στο τείχος, κάθε ένας στο έργο του.
16 Και από εκείνη την ημέρα οι μισοί από τους δούλους μου εργάζονταν το έργο, και οι μισοί απ' αυτούς κρατούσαν τις λόγχες, τις μακρυές ασπίδες, και τα τόξα, θωρακισμένοι· και οι άρχοντες ήσαν πίσω από ολόκληρο τον οίκο τού Ιούδα.
17 Όσοι οικοδομούσαν το τείχος, και όσοι κουβαλούσαν, και όσοι φόρτωναν, κάθε ένας με το ένα του χέρι δούλευε στο έργο, και με το άλλο κρατούσε το όπλο.
18 Και οι οικοδόμοι, ο κάθε ένας είχε τη ρομφαία του περιζωσμένη στην οσφύ του, και οικοδομούσε· και ο σαλπιγκτής με τη σάλπιγγα ήταν κοντά μου.
19 Και είπα στους πρόκριτους, και στους προεστώτες, και στο υπόλοιπο του λαού: Το έργο είναι μεγάλο και πλατύ· κι εμείς είμαστε διαχωρισμένοι επάνω στο τείχος, ο ένας μακριά από τον άλλον·
20 σε όποιον, λοιπόν, τόπο ακούσετε τη φωνή τής σάλπιγγας, εκεί τρέξτε σε μας· ο Θεός μας θα πολεμήσει για μας.
21 Έτσι εργαζόμασταν το έργο· και οι μισοί απ' αυτούς κρατούσαν τις λόγχες από την αρχή τής αυγής μέχρι την εμφάνιση στον ουρανό των άστρων.
22 Και την ίδια αυτή εποχή είπα στον λαό: Κάθε ένας, μαζί με τον δούλο του, ας διανυχτερεύει στο μέσον τής Ιερουσαλήμ, και ας είναι τη νύχτα φύλακες για μας, και ας εργάζονται την ημέρα.
23 Και ούτε εγώ ούτε οι αδελφοί μου ούτε οι δούλοι μου ούτε οι άνδρες τής προφύλαξης, που με ακολουθούσαν, κανένας από μας δεν έβγαζε τα ιμάτιά του· μόνον για να λούζεται τα έβγαζε κάθε ένας.